ἐρεῖ — ἐράομαι love pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐρέομαι ask pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐρέω love pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐρέω love pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐρῶ verbum fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
ЖРЕЦЫ — • Sacerdōtes, ι̉ερει̃ς. А) У греков Ж. были настоящими органами религиозного культа, они вводили и поддерживали общение людей с богами, совершая на священных местах, в храмах и на алтарях богослужебные обряды, а именно: молитвы и… … Реальный словарь классических древностей
НЕОКОРЫ — • Νεωκόροι, (стража храма, наблюдатели храма, аеditui), это были лица обоего пола, под присмотром и охраной которых находился храм со всем ему принадлежащим (νεωκόρος ο̉ τòν ναòν κoσμω̃ν καὶ σαρω̃ν по Etym. Magn.). Это был сначала… … Реальный словарь классических древностей
FABRILIS — Ars, apud Gentiles praesidem Vulcanum habuit; qui proin cum malleo pingebatur, quod Arnob. traditum l. 6. quemadmodum idem in L. Caesiii nummo cum forcipe spectatur. Eidem Athenis sacra erant, Χάλκεια i. e, Aeraria, dicta: quae etsi, et ab… … Hofmann J. Lexicon universale
ένα — (Enna). Πόλη (29.100 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην κεντρική Σικελία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.562 τ. χλμ., 177.291 κάτ.). Είναι χτισμένη στις πλαγιές των ορέων Ερέι. Αποτελεί αγορά γεωργικών προϊόντων, ενώ προσελκύει και πολλούς… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
είεν — εἶεν (Α) μόριο που χρησιμοποιείται α) στη μετάβαση από ένα ζήτημα σε άλλο πάει καλά, ας είναι, καλά λοιπόν («εἶεν πάρειμ ἐντεῡθεν ἐς...», Αριστοφ.) β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο στοιχείο στη συζήτηση έχει καλώς («εἶεν, ἐρεῑ δέ... Αντιφ.) … Dictionary of Greek
ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek